καταδυναστεύσει

καταδυναστεύσει
καταδυναστεύω
oppress
aor subj act 3rd sg (epic)
καταδυναστεύω
oppress
fut ind mid 2nd sg
καταδυναστεύω
oppress
fut ind act 3rd sg
καταδυναστεύω
oppress
aor subj act 3rd sg (epic)
καταδυναστεύω
oppress
fut ind mid 2nd sg
καταδυναστεύω
oppress
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακαταδυνάστευτος — η, ο [καταδυναστεύω] 1. όποιος δεν ταλαιπωρείται από δυνάστη, από σκληρό άρχοντα 2. αυτός που δεν ανέχεται δυνάστη 3. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν καταδυναστεύσει «λαός ακαταδυνάστευτος» …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”